ἀπασπάζομαι

ἀπασπάζομαι
ἀπασπάζομαι 1 aor. ἀπησπασάμην (Tob 10:12 S; Himerius, Eclog. in Phot. 11, 1 p. 194) take leave of, say farewell to τινά someone (Chariton 3, 5, 8) ἀπησπασάμεθα ἀλλήλους we said farewell to one another Ac 21:6. Abs. 20:1 D (s. FBlass, Acta apost. 1895 ad loc.).—TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απασπάζομαι — ἀπασπάζομαι (Α) αποχαιρετώ κάποιον με ασπασμό …   Dictionary of Greek

  • ἀπασπασάμενος — ἀπασπάζομαι take leave of aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπασπάζεσθαι — ἀπασπάζομαι take leave of pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”